- μεράδι
- (I)τομερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ-άδιον, υποκορ. τού μοίρα με ανοιχτότερη προφορά τού /i/ (μοιρ-) ως /e/ (μερ-), λόγω τού ακολουθούντος -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)].————————(II)τοκοινή ονομασία τού φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημεράδι*].
Dictionary of Greek. 2013.